Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου του Μαστού: “Έγκαιρη διάγνωση, καλύτερη ποιότητα ζωής”
25/10/2024
Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου του Μαστού σήμερα Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024 και η Παθολογοανατόμος, Κυριακή Βεντούρη – Διακάκη μιλάει στην εκπομπή του ΠΡΙΣΜΑ 90,2 “Καλημέρα Ζάκυνθος”.
“Ο καρκίνος του μαστού είναι ο πρώτος σε ποσοστό που αφορά γυναίκες. Στη χώρα μας, κάθε χρόνο, τα νέα περιστατικά υπολογίζονται στις 7.500, ενώ υπολογίζεται ότι 1 στις 8 γυναίκες παγκοσμίως θα παρουσιάσει καρκίνο μαστού σε κάποια φάση της ζωής της.
Παρόλη την υψηλή συχνότητα της, η ασθένεια απειλεί ολοένα και λιγότερο τη ζωή και την ποιότητα της, τόσο εξαιτίας των σημαντικών προόδων της ιατρικής επιστήμης, που οδήγησαν σε πιο αποτελεσματικές και περισσότερο εξατομικευμένες θεραπευτικές παρεμβάσεις, όσο και γιατί ο αριθμός των γυναικών που υποβάλλονται σε προληπτικές εξετάσεις συνεχώς αυξάνει, με αποτέλεσμα να ανακαλύπτεται ο καρκίνος σε πρώιμα στάδια, τότε που οι θεραπείες είναι πιο αποτελεσματικές και μπορούν να οδηγήσουν στην ίαση.
Ο καρκίνος του μαστού πλήττει κυρίως τις γυναίκες και μάλιστα εκείνες που είναι άνω των 50 ετών, αλλά και νεώτερες. γυναίκες μπορεί να αναπτύξουν όγκους στο στήθος. Επίσης, πιο σπάνια (περίπου ένας στους 1.000) και οι άντρες μπορεί να εκδηλώσουν καρκίνο στον μαστό.
Είναι ζωτικής σημασίας κάθε γυναίκα να γνωρίζει τι είναι φυσιολογικό για εκείνη, να ελέγχει τακτικά το στήθος της για τυχόν αλλαγές και να πηγαίνει πάντα και άμεσα στον γιατρό της για εξειδικευμένη εξέταση.
Η καλύτερη εξέταση για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του μαστού είναι η μαστογραφία. Ο τακτικός προληπτικός έλεγχος με μαστογραφία μειώνει τη θνησιμότητα από την ασθένεια σε ποσοστό που φθάνει το 30%. Η εξέταση είναι ανώδυνη, διαρκεί ελάχιστο χρόνο και με τα νέα μηχανήματα η δόση ακτινοβολίας είναι εξαιρετικά χαμηλή.
Δυστυχώς, ελάχιστα είναι γνωστά σχετικά με τα αίτια που προκαλούν καρκίνο του μαστού, παρά το γεγονός ότι έχουν εντοπιστεί αρκετοί παράγοντες κινδύνου οι οποίοι αναφέρονται παρακάτω:
1. Ηλικία: ο καρκίνος του μαστού μπορεί να προκύψει σε οποιαδήποτε ηλικία μετά την εφηβεία αλλά τα ποσοστά αυξάνονται όσο αυξάνονται και οι ηλικιακές κλίμακες. Οι περισσότερες περιπτώσεις παρουσιάζονται μετά από την ηλικία των 50 ετών, ενώ είναι σπάνιος σε γυναίκες ηλικίας κάτω των 35 ετών (5% των περιπτώσεων), με εξαίρεση τις γυναίκες που έχουν κληρονομική προδιάθεση.
2. Κληρονομικότητα: Υπολογίζεται ότι μόλις το 5 – 10% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού σχετίζεται όντως με παράγοντες κληρονομικότητας. Ωστόσο, δύο γονίδια, γνωστά ως BRCA 1 και BRCA 2, έχουν προσδιοριστεί ως παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού. Επίσης, γυναίκες με εξ αίματος συγγενείς που έχουν νοσήσει αντιμετω-πίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στο μαστό.
3. Διαταραχές της έμμηνου ρύσης: Στοιχεία υποδηλώνουν πως γυναίκες με πρώιμη έναρξη της εμμήνου ρύσης (πριν από το 12ο έτος της ηλικίας τους) ή με καθυστερημένη εμμηνόπαυ-ση (μετά τα 55) αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στο μαστό.
4. Αλκοόλ: Τα οινοπνευματώδη ποτά αυξάνουν τη συγκέντρωση των οιστρογόνων στο αίμα. Σύμφωνα με μελέτη που παρουσιάστηκε το Δεκέμβριο του 2009 στο Διεθνές Συνέδριο ογκο-λογίας του San Antonio, άτομα που νόσησαν από καρκίνο του μαστού και καταναλώνουν με μετριοπάθεια αλκοόλ διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο επανεμφάνισής του από εκείνα που πίνουν λίγο ή καθόλου οινοπνευματώδη.
5. Παχυσαρκία: H παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού καθώς αυξάνει τα επίπεδα των οιστρογόνων. Η παραγωγή των οιστρογόνων στις γυναίκες μετά την εμμηνό-παυση γίνεται κυρίως μέσα σε λιπώδη ιστό (μετατροπή των επινεφριδικών ανδρογόνων σε οιστρογόνα από την αρωματάση, ένα ένζυμο που βρίσκεται κυρίως στο λίπος). Τον Ιούνιο του 2009 ανακοινώθηκε από το Αμερικανικό Ίδρυμα για την έρευνα του Καρκίνου (AICR) ότι η συσσώρευση σωματικού λίπους σε ποσοστά άνω του κανονικού ευθύνεται για το 17% των κρουσμάτων καρκίνου του μαστού στις Η.Π.Α.
6. Κάπνισμα: πρόσφατες μελέτες απέδειξαν ότι η κατανάλωση ενός πακέτου τσιγάρων ημερησίως, από γυναίκες προ της εμμηνόπαυσης για εννέα περίπου χρόνια, αυξάνει δραστικά τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού κατά σχεδόν 60%.
7. Λήψη αντισυλληπτικών χαπιών: με επιφύλαξη αναφερόμαστε σε αυτόν τον παράγοντα καθώς μελέτες δεν έχουν αποδείξει ακόμα τη συσχέτιση της λήψης αντισυλληπτικών με την εμφάνιση καρκίνου του μαστού.
8. Ιστορικό Καρκίνου: γυναίκες που έχουν εμφανίσει προηγουμένως καρκίνο της μήτρας, των ωοθηκών ή του μαστού έχουν αυξημένες πιθανότητες να εμφανίσουν έναν δεύτερο καρκίνο στο μαστό.
9. Καθιστική Ζωή: Η τακτική άσκηση πριν την έναρξη της έμμηνου ρύσης μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού μιας γυναίκας, κυρίως διότι μπορεί να καθυστερήσει την έναρξη της έμμηνου ρύσεως, να επιμηκύνει τον χρόνο μεταξύ των περιόδων ή να ελαττώσει τον αριθμό των εμμηνορυσιακών κύκλων, μειώνοντας έτσι την έκθεση της γυναίκας στα οιστρογόνα.
10. Έκθεση σε ακτινοβολία
11.Ατεκνία :αυξημένα ποσοστά εμφάνισης της νόσου, έχουν προκύψει και για γυναίκες που παρέμειναν άτεκνες , που δεν είχαν πλήρεις κυήσεις (διάρκειας εννέα μηνών) ή που γέννησαν μετά τα τριανταπέντε τους χρόνια.
12. Θεραπεία Ορμονικής Υποκατάστασης: προσφέρει ανακούφιση από τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, ωστόσο, η μακροχρόνια χρήση της μετά την εμμηνόπαυση αυξάνει τον κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού.
Κάποια από τα συμπτώματα που χαρακτηρίζουν τον καρκίνο του μαστού είναι τα εξής:
• Εξόγκωμα ή σκλήρυνση στην περιοχή του μαστού ή και της μασχάλης
• Διόγκωση λεμφαδένων της μασχάλης
• Έκκριση υγρών από τη θηλή
• Εισολκή δέρματος δηλαδή έλξη του δέρματος ή της θηλής προς το εσωτερικό του μαστού
• Ερυθρότητα, ευαισθησία ή πόνοι στο στήθος.
Σε αρχικό στάδιο ο καρκίνος του μαστού δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Αργότερα μπορεί να εμφανιστεί ψηλαφητό μόρφωμα, αλλαγή του χρώματος του δέρματος, εισολκή ή έκκριμα. Αν η γυναίκα δεν δώσει σημασία στα προαναφερθέντα συμπτώματα τότε μπορεί να εμφανίσει σημάδια προχωρημένης νόσου, όπως θερμό και ερυθρό μαστό (φλεγμονώδης καρκίνος), πόνους στα οστά, μεγάλη διόγκωση.
Ο χειρισμός της ασθενούς με σκοπό τη διάγνωση στην περίπτωση ενός ψηλαφητού όγκου ακολουθεί τα παρακάτω βήματα :
i. Ιστορικό
ii. Κλινική εξέταση
iii. Μαστογραφία
iv. Κυτταρολογική εξέταση υλικού παρακέντησης με λεπτή βελόνα (FNA) ή
v. Ιστολογική εξέταση υλικού βιοψίας με κόπτουσα βελόνα (core biopsy) ή ανοιχτή χειρουργική βιοψία.
Ο συνδυασμός της κυτταρολογικής εξέτασης του υλικού της FNA με τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και της μαστογραφίας, έχει υψηλή διαγνωστική ακρίβεια που φτάνει το 98-99% (ψηλαφητός όγκος).
Στις περιπτώσεις ασθενών με αψηλάφητους όγκους που αναδείχθηκαν σε προληπτικό έλεγχο με μαστογραφία, θα χρειαστεί παρακέντηση ή βιοψία με μαστογραφική / υπερηχογραφική καθοδήγηση για την τεκμηρίωση της διάγνωσης
Το αρχικό βήμα για την αντιμετώπιση της νόσου είναι η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση του όγκου. Στη συνέχεια η μετεγχειρητική θεραπεία μπορεί να περιλαμβάνει: ακτινοθεραπεία, χημειοθεραπεία, ορμονοθεραπεία. Τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην επιλογή της μετεγχειρητικής θεραπείας είναι το μέγεθος και η διαφοροποίηση του όγκου, η ύπαρξη ορμονικών υποδοχέων, το αποτέλεσμα της εξέτασης του Ηer2/neu και η γενική κατάσταση της υγείας.
Χημειοθεραπεία: καταστρέφει τα κύτταρα που έχουν μεταναστεύσει από τον αρχικό όγκο. Χορηγείται ενδοφλεβίως, με συνδυασμό 2-3 φαρμάκων, σε κύκλους θεραπειών χωρίς να απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο. Επειδή τα φάρμακα είναι χημικά έχουν δυσάρεστες παρενέργειες για τον οργανισμό κυρίως στο αίμα (πτώση αιματοκρίτη και λευκών), στο γαστρεντερικό σωλήνα (εμετοί), στα μαλλιά (πτώση) και στα νύχια (μαύρισμα) οι οποίες όμως σήμερα περιορίζονται με τη χορήγηση βοηθητικών φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Ακτινοθεραπεία: μπορεί να χορηγηθεί προεγχειρητικά με σκοπό την ελάττωση του μεγέθους του όγκου ή ως συμπλήρωμα των “συντηρητικών” χειρουργικών επεμβάσεων όπως η μερική μαστεκτομή ή σε ορισμένες περιπτώσεις ριζικής μαστεκτομής.
Ορμονοθεραπεία: Εάν στον όγκο υπάρχουν ορμονικοί υποδοχείς μπορεί να χρησιμοποιηθεί ορμονοθεραπεία μόνη ή σε συνδυασμό με χημειοθεραπεία και /ή ακτινοθεραπεία. Συνήθως χορηγείται Ταmoxifen.
Νεότερα φάρμακα και θεραπείες
Οι στοχευμένες θεραπείες επιδρούν στις ειδικές γονιδιακές αλλαγές που εκφράζονται σε συγκεκριμένους υποτύπους καρκίνου μαστού. Ως αποτέλεσμα, επάγουν το θάνατο των καρκινικών κυττάρων ή την «ευαισθητοποίησή» τους στα συμβατικά κυτταροτοξικά φάρμακα.
Η εξειδίκευση της θεραπείας του καρκίνου ανάλογα με τη γονιδιακή του ταυτότητα αποσκοπεί στην επίτευξη καλύτερου θεραπευτικού αποτελέσματος με μικρότερη βλάβη των υγιών ιστών, άρα και σε λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες.
Στόχος πρέπει να είναι να μην διαγνωστεί η κακοήθεια σε προχωρημένο στάδιο, δηλαδή μεγάλο μέγεθος όγκου, χαμηλή κυτταρική διαφοροποίηση, παρουσία μεταστάσεων. Εκτός από την επιβάρυνση της υγείας είναι εξίσου σημαντικές οι λοιπές επιβαρύνσεις όπως ψυχολογικές, οικονομικές, οικογενειακές, κοινωνικές, εργασιακές, διαχείρισης χρόνου”.